- προωμοσία
- η, ΝΑ [προόμνυμι](στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά τού αντιδίκου του ήταν αληθινά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προωμοσία — προωμοσίᾱ , προωμοσία prosecutor s affidavit fem nom/voc/acc dual προωμοσίᾱ , προωμοσία prosecutor s affidavit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωμοσία — διωμοσία, η (AM) μσν. συνωμοσία αρχ. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι κατά την ανάκριση, ο κατήγορος (προωμοσία) και ο κατηγορούμενος (αντωμοσία) … Dictionary of Greek